Διαβάζουμε στο βιβλίο του Αθ. Παπαγιάννη:
Η αρχική ονομασία της Νεστάνης ήταν Νοστία κατά το Στέφανο Βυζάντιο (1) (6ος αιώνας) που την αναφέρει στό Γεωγραφικό Λεξικό «Εθνικά», και στο «De Urbibus» (Βασιλεία 1568)
«Νοστία κώμη Αρκαδίας: «θεόπομπος τριακοστώ δευτέρω Φιλιππικών έφορος, το έθνικόν, έστανικός έφη ώστε κατ' αύτόν έστανίαν λέγεσθαι. Ή αυτή γαρ τη προτέρα, ώς δήλον εξ άλλων».
«Νοστία κώμη Αρκαδίας: «θεόπομπος τριακοστώ δευτέρω Φιλιππικών έφορος, το έθνικόν, έστανικός έφη ώστε κατ' αύτόν έστανίαν λέγεσθαι. Ή αυτή γαρ τη προτέρα, ώς δήλον εξ άλλων».
(Στεφάνου, Περί πόλεων καί Δήμων Stephanus De Urbibus Veneti Albus 1502 φύλλο 52β στήλη β'. Ο Στέφανος Βυζάντιος ήταν διαπρεπής λόγιος και πολυγραφότατος συγγραφέας (6ος αιώνας μ.Χ.), και γραμματικός των Πρωτοβυζαντινών χρόνων. Ηταν στην ωριμότητα του κατά τα χρόνια του αυτοκράτορα Ίουστίνου (518-527). Συνέγραψε το περίφημο γεωγραφικό λεξικό που επιγράφεται ΕΘΝΙΚΑ και αποτελείται απο εξήντα βιβλία. (Στέφανου περί Πόλεων και Δήμων, Stephanus De Urbibus, Veneti Albus 1502).
Τό κείμενο του Στέφανου Βυζάντιου στό βιβλίο του: ΠΕΡΙ ΠΟΛΕΩΝ. (DE URBIBUS) σελ. 595: «ΝΟΣΤΙΑ, κώμη Αρκαδίας....» και η σημείωση.
Επίσης στο λεξικό Σουΐδα (976-1028 μ.Χ.) αναφέρεται ώς Νοστέα (Λεξικό Ελληνικό καί Λατινικό - Lexico Graece et Latine).
Η ετυμολογία είναι απλή. Προέρχεται η ονομασία Νοστέα - Νοστία - Νεστάνη απο τις λέξεις νοσταλγία, νοσταλγεύω, νόστος, νοστεύω, νόστιμο.
Νοσταλγία είναι η επιθυμία επανόδου στην πατρίδα, ο καημός, ο πόνος της ανάμνησης που προήλθε από τον μισεμό (το ξενίτεμα). Βαρύθυμη ανάμνηση παλαιών καταστάσεων.
«Για να μου γιάνεις τόν καημό καί τόν πικρό μου μισεμό».
Νοσταλγεύω = πονώ, επιθυμώ με πόνο ψυχής νά επιστρέψω στήν πατρίδα.
"Μισεύω καί τά μάτια μου
δακρύζουν λυπημένα πατρίδα μου γλυκεία,
πατρίδα μου γλυκεία - σε πόνεσα βαρεία
Βρυσούλες μέ τα κρύα νερά
καί δροσεροί μου κάμποι"
Μισεύω - μισεμός φεύγω γιά την ξενιτειά. Νοσταλγεύω επιθυμώ μέ συγκίνηση, ψυχική ένταση την επιστροφή.
Νόστος η επάνοδος στην πατρίδα. Το ταξίδι της επανόδου. Νοστεύω = υπάγω, ταξιδεύω, φθάνω, επιστρέφω, εκφεύγω.
Νόστιμος ο σχετικός μέ την επάνοδο στην πατρίδα, αλλά καί ο εύγευστος και ο αρκετά ωραίος.
Ό Ομηρος αναφέρει «νόστιμον ήμαρ» πού σημαίνει ημέρα της επιστροφής, και αυτός που μπορεί να επανέλθει. Αλλά κατά τον Ομηρο και ευχάριστος στη γεύση, γλυκός.
Μετά την ερμηνεία της ονομασίας γραμματικά, με παράθεση συγγραφέων από τα Ομηρικά χρόνια μέχρι τα βυζαντινά και τα νεώτερα αναφερόμαστε συγκεκριμένα στο τοπωνύμιο και στη δημιουργία της νοσταλγίας του νόστου του «νόστιμου» (νόστιμον ημαρ). Έδώ αναφέρεται ο διαρκής και στενός δεσμός της Νεστάνης με την Αρχαία Μαντινεία.
Ώς Νεστάνη τη συναντούμε στά Αρκαδικά του Παυσανία (τό 176 μ.Χ.).
Ή Νεστάνη ήταν η σπουδαιότερη από τις πέντε κώμες πού άποτελούσαν την Αρχαία Μαντινεία και όταν καταστρεφόταν έπανέρχονταν (νόστος) οι κάτοικοι στην αρχική τους κοιτίδα. Άπό το ρήμα "νέομαι» που σημαίνει υπάγω, έρχομαι αναχωρώ, επιστρέφω παράγονται οι παραπάνω λέξεις πού αναφέρθηκαν.
Ό Νεστανιώτης καθηγητής της φιλολογίας Παναγιώτης Χατζής σε επιστολή του για την ετυμολογία του τοπωνυμίου εκφέρει τη γνώμη του:
«Θεωρώ χρέος μου και καθήκον μου έπιτακτικό νά συμπληρώσω τις ερμηνείες που έδωσαν τόσον, ό αείμνηστος Νίκος Ρηγόπουλος, όσο και ό εξαίρετος δικηγόρος καί ιστορικός Αθαν. Παπαγιάννης. Τό τοπωνύμιο Νεστάνη προέρχεται έκ του αρχαίου ρήματος νέομαι=επιστρέφω εις τήν κοιτίδα έξ' ου και η νόστος και εξηγούμαι: ώς γνωστόν η σπουδαιότατη αρχαία πόλις «Μαντινεία» της πατρίδας μας περιεβάλλετο απο τα τείχη, των οποίων αι βάσεις ήσαν λίθινοι τό δέ άνω μέρος αυτών πλινθόκτιστο, συνέκειτο έκ πέντε συνοικισμών εις εκ των οποίων ήτο και ό συνοικισμός της Νεστάνης. Όσάκις ο επιδρομέας ένίκα, ό προς το ανατολικόν μέρος ποταμός, που είναι τώρα το Βαγένι καθώς τον άπέλυον οι βάρβαροι, διέλυε τα πλίθινα τείχη, οί δέ κάτοικοι του συνοικισμού έφευγαν έκ της Μαντινείας και επέστρεφαν εις τήν άρχικήν κοιτίδα. Έξ αύτού πήρε το όνομα Νεστάνη. Ειρήσθω έν παρόδω ότι σπουδαιότατον πρόσωπον της Αρχαίας Μαντινείας ήτο η τροφός παιδαγωγός καί ιέρεια του φιλοσόφου Σωκράτους Διοτίμα». Αθήναι 5/9/1985.
Κλείνω την ανάπτυξη του ετυμολογικού της Νεστάνης, αναφέροντας ότι η έννοια που προέρχεται το τοπωνύμιο είναι πολύ τραγουδισμένη στη λογοτεχνία από αρχαίους ποιητές, από νέους παραδοσιακούς καί από τα δημοτικά μας τραγούδια.
Τά νοσταλγικά τραγούδια μέ τον παλμό του νόστου είναι τα ομορφότερα τα πλαστικότερα και τα παθητικότερα της λαϊκής μούσας. Γιατί μέσα σ' αυτά προβάλλονται χιλίων λογιών λυρικά στοιχεία και ευρήματα πού εκφράζουν τόν πόθο και τη λαχτάρα του νοσταλγού ξενιτευτή. Στους καιρούς μας, έπίσης, η Νεστάνη είναι πολύ συνδεδεμένη με τη νοσταλγία των ξενιτεμένων παιδιών της.
Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΤΣΙΠΙΑΝΩΝ ΚΑΙ Η ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΕ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΝΕΣΤΑΝΗΣΗ ετυμολογία είναι απλή. Προέρχεται η ονομασία Νοστέα - Νοστία - Νεστάνη απο τις λέξεις νοσταλγία, νοσταλγεύω, νόστος, νοστεύω, νόστιμο.
Νοσταλγία είναι η επιθυμία επανόδου στην πατρίδα, ο καημός, ο πόνος της ανάμνησης που προήλθε από τον μισεμό (το ξενίτεμα). Βαρύθυμη ανάμνηση παλαιών καταστάσεων.
«Για να μου γιάνεις τόν καημό καί τόν πικρό μου μισεμό».
Νοσταλγεύω = πονώ, επιθυμώ με πόνο ψυχής νά επιστρέψω στήν πατρίδα.
"Μισεύω καί τά μάτια μου
δακρύζουν λυπημένα πατρίδα μου γλυκεία,
πατρίδα μου γλυκεία - σε πόνεσα βαρεία
Βρυσούλες μέ τα κρύα νερά
καί δροσεροί μου κάμποι"
Μισεύω - μισεμός φεύγω γιά την ξενιτειά. Νοσταλγεύω επιθυμώ μέ συγκίνηση, ψυχική ένταση την επιστροφή.
Νόστος η επάνοδος στην πατρίδα. Το ταξίδι της επανόδου. Νοστεύω = υπάγω, ταξιδεύω, φθάνω, επιστρέφω, εκφεύγω.
Νόστιμος ο σχετικός μέ την επάνοδο στην πατρίδα, αλλά καί ο εύγευστος και ο αρκετά ωραίος.
Ό Ομηρος αναφέρει «νόστιμον ήμαρ» πού σημαίνει ημέρα της επιστροφής, και αυτός που μπορεί να επανέλθει. Αλλά κατά τον Ομηρο και ευχάριστος στη γεύση, γλυκός.
Μετά την ερμηνεία της ονομασίας γραμματικά, με παράθεση συγγραφέων από τα Ομηρικά χρόνια μέχρι τα βυζαντινά και τα νεώτερα αναφερόμαστε συγκεκριμένα στο τοπωνύμιο και στη δημιουργία της νοσταλγίας του νόστου του «νόστιμου» (νόστιμον ημαρ). Έδώ αναφέρεται ο διαρκής και στενός δεσμός της Νεστάνης με την Αρχαία Μαντινεία.
Ώς Νεστάνη τη συναντούμε στά Αρκαδικά του Παυσανία (τό 176 μ.Χ.).
Ή Νεστάνη ήταν η σπουδαιότερη από τις πέντε κώμες πού άποτελούσαν την Αρχαία Μαντινεία και όταν καταστρεφόταν έπανέρχονταν (νόστος) οι κάτοικοι στην αρχική τους κοιτίδα. Άπό το ρήμα "νέομαι» που σημαίνει υπάγω, έρχομαι αναχωρώ, επιστρέφω παράγονται οι παραπάνω λέξεις πού αναφέρθηκαν.
Ό Νεστανιώτης καθηγητής της φιλολογίας Παναγιώτης Χατζής σε επιστολή του για την ετυμολογία του τοπωνυμίου εκφέρει τη γνώμη του:
«Θεωρώ χρέος μου και καθήκον μου έπιτακτικό νά συμπληρώσω τις ερμηνείες που έδωσαν τόσον, ό αείμνηστος Νίκος Ρηγόπουλος, όσο και ό εξαίρετος δικηγόρος καί ιστορικός Αθαν. Παπαγιάννης. Τό τοπωνύμιο Νεστάνη προέρχεται έκ του αρχαίου ρήματος νέομαι=επιστρέφω εις τήν κοιτίδα έξ' ου και η νόστος και εξηγούμαι: ώς γνωστόν η σπουδαιότατη αρχαία πόλις «Μαντινεία» της πατρίδας μας περιεβάλλετο απο τα τείχη, των οποίων αι βάσεις ήσαν λίθινοι τό δέ άνω μέρος αυτών πλινθόκτιστο, συνέκειτο έκ πέντε συνοικισμών εις εκ των οποίων ήτο και ό συνοικισμός της Νεστάνης. Όσάκις ο επιδρομέας ένίκα, ό προς το ανατολικόν μέρος ποταμός, που είναι τώρα το Βαγένι καθώς τον άπέλυον οι βάρβαροι, διέλυε τα πλίθινα τείχη, οί δέ κάτοικοι του συνοικισμού έφευγαν έκ της Μαντινείας και επέστρεφαν εις τήν άρχικήν κοιτίδα. Έξ αύτού πήρε το όνομα Νεστάνη. Ειρήσθω έν παρόδω ότι σπουδαιότατον πρόσωπον της Αρχαίας Μαντινείας ήτο η τροφός παιδαγωγός καί ιέρεια του φιλοσόφου Σωκράτους Διοτίμα». Αθήναι 5/9/1985.
Κλείνω την ανάπτυξη του ετυμολογικού της Νεστάνης, αναφέροντας ότι η έννοια που προέρχεται το τοπωνύμιο είναι πολύ τραγουδισμένη στη λογοτεχνία από αρχαίους ποιητές, από νέους παραδοσιακούς καί από τα δημοτικά μας τραγούδια.
Τά νοσταλγικά τραγούδια μέ τον παλμό του νόστου είναι τα ομορφότερα τα πλαστικότερα και τα παθητικότερα της λαϊκής μούσας. Γιατί μέσα σ' αυτά προβάλλονται χιλίων λογιών λυρικά στοιχεία και ευρήματα πού εκφράζουν τόν πόθο και τη λαχτάρα του νοσταλγού ξενιτευτή. Στους καιρούς μας, έπίσης, η Νεστάνη είναι πολύ συνδεδεμένη με τη νοσταλγία των ξενιτεμένων παιδιών της.
1. Ό Νόμος ΔΝΖ' του 1912. Τα Τσιπιανά ώς Κοινότητα.
Μέ τό Νόμο ΔΝΖ (αριθ. 4075) της 10 Φεβρουαρίου 1912 «Περί συστάσεως Δήμων καί Κοινοτήτων» καταργήθηκαν οι Δήμοι και η χώρα διαιρέθηκε σε Δήμους καί Κοινότητες.
Σύμφωνα με αυτό το Νόμο καταργήθηκαν: τό Β. Διάταγμα της 27 Δεκεμβρίου 1833 «περί συστάσεως των Δήμων» καί οι Νόμοι Η' της 19ης Νοεμβρίου 1864, ΚΘ της 31ης Ιανουαρίου 1804 και τα εκδιδόμενα Β. Διατάγματα για τήν έκτέλεση αυτών καθώς και κάθε διάταξη που είναι αντίθετη στον αναφερόμενο Νόμο.
Κατά το Νόμο αυτό «Περί συστάσεως Δήμων καί Κοινοτήτων»
Αρθρ. 1ον. Δήμος είναι: α) αι πρωτεύουσαι τιών Νομών, β) αι πόλεις αι έχουσαι άνω των 10.000 κατοίκων.
Αρθρ. 2ον. Πας νόμιμος συνοικισμός εχων υπέρ τους 300 κατοίκους και σχολείον στοιχειώδους έκπαιδεύσεως, αποτελεί ιδίαν κοινότητα.
Τα Τσιπιανά έγιναν κοινότητα καθώς και τα άλλα 6 (έξι) χωριά τού Δήμου Μαντινείας αποτέλεσαν το καθένα ιδιαίτερη κοινότητα.
Ή κοινότητα Τσιπιανών πού ήταν κεφαλοχώρι της έπαρχίας Μαντινείας αναγνωρίσθηκε ώς κοινότητα την 18.8.1912, μέ Β. Διάταγμα (Φ Ε.Κ. Α 252/1912).
Έδρα Τσιπιανά. Συνοικισμοί που άποτέλεσαν αρχικά τήν κοινότητα Τσιπιανά, Μηλιά, Μονή Γοργοεπηκόου.
Ό τελευταίος Δήμαρχος του Δήμου Μαντινείας ήταν ό Ν. Δούρος, δικηγόρος από τό Κακούρι (Αρτεμίσιο, έκ μητέρας Τσιπιανίτισας). (Ο Ν. Δούρος χάραξε το δρόμο Νεστάνης - Μηλιάς και επισκεύασε τους δύο δρόμους, τον ένα του Σχολείου και τον άλλο του Μοναστηριού (Νεστάνης-Μονής)
Γραμματέας ο Βασ. Παζιωτόπουλος.
Πρώτος Πρόεδρος της Κοινότητας Τσιπανών «εξελέγη ο Ιωάννης Ρηγόπουλος, συνταξιούχος δάσκαλος», (Γορτυνία 27.4.1914, φ. φύλ. 577)
Στου Κάψια ό πρώτος Πρόεδρος πού εκλέχθηκε ήταν ό Ιωάννης Καπόγιαννης καί στο Κακούρι ο Κοτσιάνης, μέ προγονική ρίζα από τα Κότσανα της Μικρασίας..
2. Ή μετονομασία σε Νεστάνη.
Τό 1924- μέ εισήγηση του Κωστή Ρεβελιώτη, απεφάσισε το Κοινοτικό Συμβούλιο γιά τη μετονομασία. Συντάχθηκε πράξη περί της μετονομασίας.
Τό 1927 μετονομάσθηκαν τα Τσιπιανά σε Νεστάνη παίρνοντας το όνομα της Αρχαίας Νεστάνης (Νοστίας ή Νοστέας).
Το Διάταγμα της μετονομασίας, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της 30ης Αυγούστου 1927 (ΦΕΚ 179 τ. Α', σ. 1255 - 1262):
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Έχοντες υπ' όψιν τά άρθρα 1 και 5 του από 17 Σεπτεμβρίου 1926, Ν.Α περί μετονομασίας συνοικισμών, πόλεων ή κωμών», προτάσει του επί των Εσωτερικών Υπουργού στηριζομένη, εις γνωμοδότησιν της Επιτροπείας των Τοπωνυμιών της 'Ελλάδος, εγκρίναμε ίνα αι κάτωθι κοινότητες και σννοικισμοί αυτών μετονομασθώσιν ώς έξής:
Έν τω Νομώ Αρκαδίας, έν τη επαρχία Μαντινείας:
327) Ή κοινότης Τσιπιανών, μετονομάζεται εις «Κοινότητα Νεστάνης και ο ομώνυμος αύτή συνοικισμός Τσιπιανά εiς «Νεστάνη (σ. 1261 στ. β'.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου