(Αποσπάσματα από το «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ΄21» του Κυριάκου Σιμόπουλου με δικές μου ελάχιστες παρεμβάσεις. Αγνοείστε λάθη κυρίως στον τονισμό, είναι λόγω του σκαναρίσματος. Επίσης λόγω του ότι το πρωτότυπο είναι στο πολυτονικό. Στη φωτογραφία ο σουλτάνος Μαχμουτ Β')
... ΑΡΧΕΣ Ιανουαρίου 1821 άραξε στον Πειραιά το καράβι που μετέφερε τον νέο πρεσβευτή της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη λόρδο Strangford. Στην ακολουθία του βρισκόταν και ό R. Walsh, ιερέας της πρεσβείας.
Ό Άγγλος κληρικός θα πραγματοποιήσει και δεύτερο ταξίδι στην Ανατολή στο τέλος του ξεσηκωμού και θα συγκεντρώσει πλούσιο υλικό από τις διάφορες μετακινήσεις του. Το 1828 κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το χρονικό του ταξιδιού του στην Κωνσταντινούπολη και της επιστροφής του στην Αγγλία.
Ό Walsh ήταν ένας ανήσυχος άνθρωπος, περίεργος, επίμονος, ακούραστος, ριψοκίνδυνος. Ανυπομονούσε πάντοτε να βρεθεί στο χώρο των γεγονότων αδιαφορώντας για κόπους και δυσκολίες.
Βρέθηκε στην Πόλη τις μέρες που ξέσπασε ή Επανάσταση. Κι' όταν άρχισε ό μεγάλος κατατρεγμός έβγαινε κάθε μέρα στους δρόμους. Ήταν Εύρωπαίος, φορούσε τα διακριτικά τού κληρικού, συνοδευόταν συνήθως από κάποιο γενίτσαρο της πρεσβείας. 'Αλλά οπωσδήποτε χρειαζόταν γενναιότητα και ψυχική αντοχή γι' αυτές τις εξόδους. Και προπαντός πάθος να δει και να μάθει, να αναζητήσει την αλήθεια.
Κυκλοφορούσε στα σοκάκια της Πόλης δρασκέλιζε τα αποκεφαλισμένα πτώματα, παρακολουθούσε σκηνές συνταρακτικές, σκοτωμούς και βασανισμούς. Είδε τον Γρηγόριο Ε' κρεμασμένο στην πύλη τού πατριαρχείου. Έμαθε πώς έφθασαν στο σεράι του Μαχμουτ Β' στοίβες αφτιά και μύτες Ελλήνων Επαναστατών από το Μωριά. Και έτρεξε να δει τα μακάβρια εκθέματα με τα μάτια του, να βεβαιωθεί. Παρακολούθησε από το παράθυρο τού σπιτιού του τον τουρκικό στόλο να γυρίζει από τις ελληνικές θάλασσες ρυμουλκώντας τα γαλαξιδιώτισσα καράβια που αιχμαλώτισε. Στα άρμπουρα της ναυαρχίδας διακρίνονταν οι κρεμασμένοι Έλληνες. Κατέβηκε στο λιμάνι, μπήκε σε ένα καΐκι, ζύγωσε και έκανε το γύρο των καραβιών προσέχοντας και σημειώνοντας κάθε λεπτομέρεια. Πληροφορήθηκε πως έφεραν το κεφάλι του Αλήπασα στη Πόλη. Ό Walsh ήταν από τους πρώτους πού έφθασε στην αυλή τού σαραγιού για να παρακολουθήσει την επίδειξη. Ύστερα από την καταστροφή της Χίου ταξίδεψε στο νησί για να συγκεντρώσει στοιχεία.
Ό Walsh συνεχίζει την παράδοση των περιηγητών του περασμένου αιώνα. Ενδιαφέρεται για τον καθημερινό βίο, είναι ερευνητικός, καταγράφει ευσυνείδητα ότι βλέπει και ότι ακούει, δείχνει αντικειμενικότητα.
Στην αρχή ήταν αδιάφορος, ψυχρός, ασυγκίνητος μπροστά στην τραγωδία του Ελληνισμού. Εκθέτει τις φρικαλέες σκηνές που ξετυλίγονταν στους δρόμους της Πόλης χωρίς κανένα σχολιασμό. Φανερός ό επηρεασμός του από τη φιλοτουρκική αγγλική πολιτική. Γι' αυτό οι περιγραφές και οι παρατηρήσεις του έχουν αυθεντικότητα, είναι αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες για τον φοβερό κατατρεγμό.
Σιγά-σιγά, ωστόσο, έρχεται ή μεταστροφή. Με τις προσωπικές εμπειρίες του φωτίζεται, προσεγγίζει την Επανάσταση και εκδηλώνει φιλελληνικά αισθήματα. Ας δούμε μια-δυό περιγραφές του:
…. Πήρε ένα γενίτσαρο και ξεκίνησε για το σεράι. «Οι δρόμοι παρουσίαζαν πένθιμη εικόνα. Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι, πού ζωντάνευαν με την εμπορική τους δραστηριότητα την πόλη, είχαν εξαφανισθεί. Κλειστά τα καταστήματα τους. Μόνο Τούρκους, κι' όχι πολλούς, έβλεπες. Περάσαμε στο πτώμα ενός αποκεφαλισμένου. Το αίμα έτρεχε ακόμα από τις φλέβες. Γύρω-γύρω ένα κοπάδι σκυλιά καθισμένα στα πισινά τους. Μερικά είχαν κι' όλας γλείψει το αίμα, κι' όλα μαζί περίμεναν να νυχτώσει για να κατασπαράξουν το πτώμα. Ήταν πεταμένο σε ένα στενό σοκάκι του παζαριού μπροστά σε ένα χασάπικο κι' από πάνω του ακριβώς κρέμονταν κρέατα, έτσι πού νόμιζε κανείς πώς ήταν κομμάτια από το ίδιο το πτώμα. Οι Τούρκοι δρασκέλιζαν αδιάφορα το κουφάρι».
… Έφθασε στην πύλη του σαραγιού και διαπίστωσε την ακρίβεια της πληροφορίας. Παρατηρητικός και νηφάλιος περιγράφει με λεπτομέρειες το ανατριχιαστικό θέαμα: «Στις δυο πλευρές της πύλης υπήρχαν δυο στοίβες, σαν μικρά δεμάτια σανού, από κάθε λογής κομμάτια του προσώπου. Τα αφτιά ήταν τρυπημένα και κρέμονταν από σπάγκους. Μαζί με κάθε μύτη είχαν κόψει επίσης το πάνω χείλος και ένα κομμάτι από το μέτωπο. Μαζί. με τα πηγούνια υπήρχαν το κάτω χείλος καθώς και μακριά, συνήθως, γενειάδα. Σε μερικές περιπτώσεις ήταν πελεκημένο κάθετα ολόκληρο το πρόσωπο και όλα τα χαρακτηριστικά της μορφής παρέμεναν ανέπαφα. Άλλοτε ήταν χωρισμένα κατά κατηγορίες, ανάλογα με τον ακρωτηριασμό. Εκεί έμεναν κρεμασμένα ώσπου, σαπίζοντας εντελώς, έπεφταν στη λάσπη του δρόμου. Οι Τούρκοι περνούσαν πατώντας τα αδιάφοροι. Τα λείψανα των προσώπων, καθώς βρίσκονταν σε αποσύνθεση, κολλούσαν στα παπούτσια των περαστικών. Έτσι έβλεπες τον Τούρκο να βαδίζει με ένα χείλος ή πηγούνι στις παντούφλες του. Και καθώς ξεπετιόνταν τα ανθρώπινα γένεια, νόμιζες πώς τα παπούτσια ήταν φοδραρισμένα με γουναρικά»
….. Άλλα εκείνοι που υπέφεραν πιο πολύ ήταν οι υπάλληλοι και οι ταμίες των έμπορων. Γιατί οι Τούρκοι συνήθιζαν να συλλαμβάνουν τους σαράφηδες των Ελλήνων που έπεφταν σε δυσμένεια και να τούς βασανίζουν για να αποκαλύψουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Αυτή την τύχη είχαν και οι υπάλληλοι πού υπηρετούσαν τους Χιώτες έμπορους της Πόλης. Τα βασανιστήρια γίνονταν μέσα στα τείχη τού σαραγιού, στον λεγόμενο Φούρνο. Εκεί οδηγούσαν, πριν από την Επανάσταση, τούς τραπεζίτες βεζυράδων ή θηλυκών μελών της σουλτανικής οικογένειας, σε περίπτωση που αυτά τα πρόσωπα διατελούσαν υπό κατηγορία. Οι διάφοροι αξιωματούχοι εμπιστεύονταν στους σαράφηδες τα χρήματα τους μυστικά, χωρίς να ζητούν αποδεικτικό στοιχείο, γιατί θα μπορούσε σε ώρα κινδύνου, να πέσει στα χέρια των έχθρων τους. Έτσι ο μόνος τρόπος να ανακαλυφθεί ή περιουσία των αξιωματούχων, πού είχαν εκτελεσθεί ή έκδιωχθεί, ήταν ό βασανισμός του τραπεζίτη τους.
Ό σαράφης έσπευδε να παραδώσει τα χρήματα πού είχε στα χέρια του. Κι' επειδή δεν γίνονταν πιστευτά όσα έλεγε σχετικά με το ποσό, άρχιζαν τα βασανιστήρια. Για να γλυτώσει τη ζωή του έδινε περισσότερα από όσα είχαν κατατεθεί και ολόκληρη ακόμα την περιουσία του.
Στο σημείο αυτό αξίζει να παραθέσω μια ανατριχιαστική παρένθεση που δεν αφορά τον κατατρεγμό και τους σκοτωμούς στην Πόλη και τα παράλια της Μ. Ασίας, αλλά στην γειτονική μας Βλαχοκερασιά:
…Και στη Βλαχοκερασιά της Αρκαδίας οι Τούρκοι θανάτωσαν, όπως ανιστορεί ό αγωνιστής Μιχ. Οικονόμου, κατοίκους μέσα σε αναμμένους φούρνους την Κυριακή του Πάσχα, 10 Απριλίου 1821, υστέρα από αιφνιδιαστική επιδρομή. «Οι δε Τούρκοι, γενόμενοι ούτω κύριοι του χωρίου, έφόνευσαν και τινας γέροντας και παιδιά, ών τινας και εις καιομένους φούρνους έρριψαν (ίσως καιομένους δια τα άρνία του Πάσχα) ή και προς έμπαιγμόν επίτηδες αυτούς άνάψαντες οι Τούρκοι ίνα άντί αμνών αυτοί οι Έλληνες όπτησθώσιν. Κατά τα τέλη Απριλίου, διαβάς ό γράφων έκ του χωρίου εκείνου, έρημου και κατατεφρωμένου όντος, είδε λείψανα ήμικεκαυμένων ανθρώπων εντός φούρνων σωζόμενα» (Ιστορία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο Ιερός των Ελλήνων Άγων, εκδ. Τσουκαλά, τ. Α', σ. 89).
Ό Άγγλος κληρικός συγκέντρωσε από γενίτσαρο της φυλακής του σεραγιού πληροφορίες για τούς βασανισμούς των 36 Ελλήνων έμπορων πού είχαν συλληφθεί υστέρα από τα γεγονότα της Χίου. Ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Είδε να γυμνώνουν εντελώς έναν Έλληνα και να τον κρεμούν ανάποδα. Το αίμα μαζευόταν στο κεφάλι κι ο άνθρωπος πνιγόταν. Σ' αυτή τη θέση τον χτυπούσαν δύο με κοντοράβδια ώσπου τον άφηναν αναίσθητο ή νεκρό.
Έναν άλλο τον κρέμασαν από τα αφτιά σε σιδερένιους γάντζους προσδένοντας στα πόδια του ένα βάρος. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου είχαν τόσο παραμορφωθεί, πού νόμιζες ότι το στόμα του είχε φθάσει στο μέτωπο του.
Είδε να καρφώνουν με ένα εργαλείο βελόνες στις άκρες των δακτύλων κάποιου κρατουμένου, έτσι πού οι αιχμές να βγαίνουν πίσω από τα νύχια του.
Είδε να ξεβιδώνουν με ειδικό εργαλείο την άρθρωση των καρπών και να τη συστρέφουν, έτσι πού το πίσω μέρος του χεριού να παίρνει τη θέση της παλάμης.
Είδε να εφαρμόζουν στο μέτωπο Έλληνα κρατουμένου ένα στεφάνι και να το συμπιέζουν βιδώνοντας το σιγά - σιγά πάνω στα μηνίγγια. Στο τέλος, τα μάτια του θύματος έβγαιναν έξω από τις κόχες.
Είδε να εφαρμόζουν στο κεφάλι ενός Έλληνα πυρακτωμένο μεταλλικό φέσι.
Είδε να ανάβουν το φούρνο της φυλακής και να σπρώχνουν μέσα τα θύματα ώσπου να καψαλιστούν τα μαλλιά και τα γένεια, και το δέρμα να φουσκαλιάσει και να ξεκολλήσει από το κορμί.
Ό Walsh μίλησε και με Έλληνες που έτυχε να επιζήσουν ύστερα από τους φρικαλέους βασανισμούς. Ένας κρατούμενος είχε αλυσοδεθεί στις φυλακές τού Μπάνιου με σιδερένιους χαλκάδες στα σφυρά. Του εξάρθρωσαν τούς καρπούς με βιδολόγους. Το σώμα του είχε τόσο σακατευτεί, που για να μετακινηθεί χρησιμοποιούσε δεκανίκια. Τον βασάνιζαν για να αποκαλύψει τούς πρωταίτιους του ξεσηκωμού.
Έναν άλλο βασανισμένο Έλληνα γνώρισε στο πατριαρχείο. Αφού τον έγδυσαν, του πέρασαν ένα σκοινί γύρω από το στήθος και κάτω από τις μασχάλες και τον κρέμασαν, έτσι πού το σκοινί χάραξε τη σάρκα ώς τα κόκκαλα. Έμεινε εκεί κρεμασμένος τρία μερόνυχτα.
ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΛΟΥΚΩΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΠΛΑΤΕΙΕΣ
ΜΙΑ ΑΠΟ τις πρώτες και σημαντικώτερες προσωπικές μαρτυρίες για τις σφαγές της Πόλης, που είδε το φως στην Ευρώπη, ήταν το χρονικό του Γερμανού Johann Wilhelm August Streit. Νεαρός τεχνίτης ό Streit εργαζόταν στην Κωνσταντινούπολη και βρέθηκε μέσα στη δίνη των αγριοτήτων πού ξέσπασαν μόλις έφθασε ή είδηση για την εισβολή του Υψηλάντη στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
Ό Streit, πού κινδύνεψε πολλές φορές στους μήνες του κατατρεγμού των Ελλήνων, έγραψε ένα χρονικό πού κυκλοφόρησε αρχές τού 1822 στη Λειψία. Είναι μια συγκλονιστική περιγραφή της τραγωδίας τού Ελληνισμού της Πόλης.
Το βιβλίο τού Streit αποτελεί ένα πολύτιμο ντοκουμέντο. Τις φρικαλέες σκηνές πού ιστορεί με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και σχολαστική ακρίβεια δεν τις γνωρίζουμε από άλλη πηγή.
Την πρώτη κιόλας μέρα έγιναν διακόσιες συλλήψεις κορυφαίων Ελλήνων της Πόλης. Πολλοί άπ' αυτούς κακοποιήθηκαν άγρια από το πλήθος καθώς μεταφέρονταν στις φυλακές Κατροσάν. Οι γενίτσαροι, γράφει ό Streit, κατόρθωσαν να κρατήσουν την τάξη στήνοντας δώδεκα κανόνια μπροστά στις φυλακές και διπλασιάζοντας τις φρουρές.
Το άλλο πρωί διαλαλήθηκε σε έξη γλώσσες στους δρόμους κυβερνητική απόφαση πού απαγόρευε να συγκεντρώνωνται και να συνομιλούν περισσότερα από δύο άτομα μαζί. Παραβίαση της διαταγής σήμαινε εκτέλεση επιτόπου. «Ό οθωμανικός όχλος, σε φοβερή έξαψη, ρίχτηκε στα σπίτια των Ελλήνων αρχόντων και άρχισε τη λεηλασία. Βασάνιζαν τους ενοίκους με θηριωδία, έκοβαν μύτες και αφτιά και τούς γκρέμιζαν ύστερα από τα παράθυρα στο δρόμο».
Εκείνο το απόγευμα, πολλές χιλιάδες εργάτες πού δούλευαν στο αγγλικό εργοστάσιο εριουργίας, ξεχύθηκαν, «σα να είχε δοθεί σύνθημα», στους δρόμους και αφόπλισαν μεγάλο αριθμό γενιτσάρων. «Μέσα σε μια ώρα ή απέραντη Κωνσταντινούπολη έγινε θέατρο αιματηρών και φρικαλέων σκηνών». Το πλήθος κατέλαβε τις φυλακές τού Κατροσάν και άρπαξε τούς 186 Έλληνες. Οι Τούρκοι σκότωσαν πολλούς επιτόπου και άλλους «τούς έδεσαν με σκοινιά και τους έσερναν στα καλντερίμια, ώσπου οι σάρκες αποκολλήθηκαν από τα οστά και οι δύστυχοι βρήκαν πικρό θάνατο».
Έδεναν τα πόδια και τα χέρια των Ελλήνων με σκοινιά και τα τραβούσαν από όλες τις μεριές διαμελίζοντας τα. Έκοβαν τα κεφάλια τους, τα κάρφωναν στις αιχμές των σπαθιών και τα τριγύριζαν στους δρόμους θριαμβικά. Μ' όλο πού εκείνο το βράδυ είχε ξεσπάσει σε κάποια ακραία συνοικία μεγάλη πυρκαγιά, πού θα μπορούσε να αφανίσει ολόκληρη την πόλη, κανείς δεν ενοχλήθηκε. Συνέχιζαν όλοι τη σφαγή και τη λεηλασία.
Άναψαν φωτιές σε όλους τούς δρόμους και εκεί βασάνιζαν τους Έλληνες. «Πύρωναν στη φλόγα τα μεταλλικά τμήματα των όπλων και τα έμπηγαν στα ξεγυμνωμένα κορμιά. Τούς έψηναν στα κάρβουνα σιγά-σιγά, πρώτα τα πόδια, υστέρα τα χέρια και ολόκληρο το κορμί ώσπου να ξεψυχήσουν. Περνούσαν πυρακτωμένα σύρματα στη μύτη, έκαιγαν τα βλέφαρα των θυμάτων με πυρωμένα σίδερα».
Το άλλο πρωί είδε πολλούς Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, κρεμασμένους ανάποδα από τα παράθυρα τους. «Τα θύματα σπαρταρούσαν και ούρλιαζαν. Στα οπίσθια πολλών είχαν καρφώσει μαχαίρια και σπαθιά. Κάθε τόσο έκοβαν και ένα κομμάτι σάρκα».
Οι γενίτσαροι, γράφει ό Streit, έδειχναν πώς ήθελαν να αποκαταστήσουν την τάξη. «Προσπαθούσαν να διασκορπίσουν ή να θανατώσουν τις συμμορίες αυτών των βαρβάρων».
Ό όχλος αγρίεψε περισσότερο και όρμησε στο σεραϊ τού σουλτάνου, αδιαφορώντας για τις βολές των πυροβολαρχιών. Στο μεταξύ ελευθερώθηκαν από τις φυλακές όλοι οι εγκληματίες και ξεχύθηκαν στους δρόμους «ουρλιάζοντας από άγρια χαρά».
Θα κινδύνευαν και τα ανάκτορα, γράφει ό Γερμανός αυτόπτης, αν δεν δινόταν εντολή στους γενίτσαρους να μη παρενοχλούν τη σφαγή των Ελλήνων. Οι γενίτσαροι ξαναθηκάρωσαν τα σπαθιά και παρακολουθούσαν αδιάφοροι τις φριχτές σκηνές.
«Εκείνο το πρωινό γύρω στα 4.000 πτώματα και των δύο φύλων, κεφάλια, πόδια, κείτονταν στους δρόμους της Πόλης. Χωρίς να λογαριάσουμε όσους σκοτώθηκαν στα σπίτια τους ή κρεμάστηκαν από τα παράθυρα».
Ό νεαρός Streit παρακολούθησε τη φοβερή σφαγή από το εργαστήριο του αφεντικού του, που βρισκόταν στην πλατεία τού Μουφτή. «Μόνο σ' αυτή την πλατεία μέτρησα γύρω στα 300 πτώματα. Βραβεία ορίζονταν για την επινόηση των πιο φριχτών βασανιστηρίων».
Κάτι μεθυσμένοι Τούρκοι είδαν τον Streit και δύο παραγιούς πού κυττούσαν από το παράθυρο και τούς κάλεσαν να πάρουν μέρος στη σφαγή. Τούς όπλισαν και τούς ανάγκασαν να ενταχθούν σε μια συμμορία. Μπήκαν στο σπίτι ενός πλούσιου Έλληνα κοσμηματοπώλη — το μαγαζί του, πού βρισκόταν στο ισόγειο, ήταν κιόλας καταστραμμένο. Αφού καταλεηλάτησαν το σπίτι ανακάλυψαν στο ανώγειο την οικογένεια: πατέρα, μητέρα, δύο θυγατέρες και μια υπηρέτρια.
«Ή μια κόρη, ένα λεπτό και όμορφο κορίτσι, όταν ένας Τούρκος θέλησε να της επιτεθεί, πήδηξε από το παράθυρο στο κενό. Κατέβασαν την οικογένεια στην πλατεία. Εκεί ξεγύμνωσαν την άλλη κόρη και την υπηρέτρια και έκοψαν πρώτα τούς μαστούς και ύστερα τη μύτη τους. Ό γιός, ένας εύρωστος νέος 24 χρόνων, χύμηξε πάνω στον Τούρκο, τον γρονθοκόπησε στον κρόταφο, άρπαξε το ματωμένο γιαταγάνι από το χέρι του, και με ένα χτύπημα από πάνω προς τα κάτω τού έκοψε τη μύτη έτσι πού έμεινε κρεμασμένη από τα χείλη του. Μέσα σ' ένα λεπτό τον είχαν κιόλας κατακομματιάσει εκατό σπαθιά».
Στο μεταξύ άλλοι Τούρκοι στερέωναν στο χώμα πολλές σιδερένιες σούβλες. Εκεί θα κάθιζαν τα θύματα τους για να παραδώσουν το πνεύμα σφαδάζοντας. Το επεισόδιο με τον "Έλληνα, είχε προκαλέσει γενικό ερεθισμό. Οι σούβλες ήταν ογδόντα περίπου. Γύμνωσαν τούς Έλληνες — γύρω στους 65 νέοι, γέροι, γυναίκες — και τούς κύκλωσαν με ξεθηκαρωμένα σπαθιά, μπροστά στις σούβλες.
Αλλά ήρθε ή νύχτα. Η βασανιστική εκτέλεση αναβαλλόταν. Έστησαν καζάνια πάνω στις φωτιές και ετοίμασαν πόντσι. Μεθούσαν και αλάλαζαν. Κατά τα μεσάνυχτα έφεραν και άλλους Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, ανάμεσα τους και τρία μικρά παιδιά. Τα σούβλισαν με τα σπαθιά και τα έρριξαν ζωντανά στη φωτιά.
Κάθε τόσο τραβούσαν έναν Έλληνα κοντά στις πυρές και τον βασάνιζαν. Κάρφωναν τα αφτιά τους πάνω σε πάγκους, άδειαζαν με. το φτυάρι κάρβουνα στο στόμα, τους, πού το άνοιγαν με ρόπαλα, ξεκολλούσαν με πυρωμένες τανάλιες κομμάτια από τις σάρκες τους.
Το πρωί ή πλατεία κυκλώθηκε από μια ομάδα έφιππων γενιτσάρων. Οι αξιωματικοί ανακοίνωσαν στο πλήθος των βασανιστών ότι δεν είχαν καμμιά πρόθεση να παρεμποδίσουν τη σφαγή των Ρωμιών. Άλλα ό σουλτάνος έδωσε εντολή να ησυχάσει ή πόλη επειδή κινδύνευε από λιμοκτονία. Οι εισαγωγές τροφίμων σταμάτησαν γιατί οι χωριάτες δεν τολμούν να μεταφέρουν τα προϊόντα τους στα παζάρια. Έπειτα, ό μεγάλος αριθμός των σκοτωμένων πού είχαν εγκαταλειφθεί στους δρόμους, απειλούσε την πόλη με επιδημία πανούκλας. Οι αρχηγοί των συμμοριών δέχτηκαν να συμμορφωθούν με τη διαταγή τού σουλτάνου, αξίωσαν όμως να πραγματοποιήσουν το ομαδικό σούβλισμα των κρατουμένων.
Και ό Streit περιγράφει την τρομακτική σκηνή τού μαρτυρίου. Δυο κακούργοι άρπαζαν έναν Έλληνα ή μια Ελληνίδα τούς ανασήκωναν ψηλά και τούς κάθιζαν με δύναμη πάνω στο κοφτερό και μυτερό σιδεροπάλουκο, έτσι που ή αιχμή περνώντας από τα σπλάχνα έφτανε στο στήθος. Παλούκωσαν σαραντατέσσερες. Έτσι καρφωμένοι σπαρταρούσαν σαν τα σκαθάρια πού τα παιδιά διατρυπούν με βελόνα για να διασκεδάσουν. Ένα ουρλιαχτό θανατερής αγωνίας υψωνόταν ώς τον ουρανό. Κρατούσε μια περίπου ώρα, έσβηνε και τα κεφάλια έγερναν στο πλάϊ».
Ακόμα και οι Τουρκάλες συναγωνίζονταν αυτούς τούς φονιάδες σε αγριότητα και απανθρωπιά, γράφει ό Streit. «Δεν είδα ούτε ένα Τούρκο πού το πρόσωπο του να δείχνει συμπόνια. Ακόμα και παιδιά έξη χρόνων ξεθύμαιναν το μίσος τους πάνω στους νεκρούς. Τρυπούσαν με μαχαίρια τούς σκοτωμένους Ελληνες».
Ύστερα άρχισαν να καθαρίζουν τους δρόμους από τα αναρίθμητα πτώματα. «Πολλά ρίχτηκαν σε μεγάλους λάκκους έξω από την πόλη και σκεπάστηκαν με άσβεστη και χώματα, άλλα κάηκαν ή πετάχτηκαν στη θάλασσα».
Στο μεταξύ συνεχίζονταν οι συλλήψεις. Κάθε πρωί πενήντα ως εκατό Έλληνες μεταφέρονταν στον τόπο των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων, έξω από την Κωνσταντινούπολη. «Πολλοί σταυρώνονταν πάνω σε δέντρα. Καρφώνονταν τα χέρια και τα πόδια τους κι' έκεί πέθαιναν από την αιμορραγία και τούς φριχτούς πόνους. Άλλους θανάτωναν χτυπώντας τους με βούρδουλα. Σε πολλούς έκοβαν πόδια και χέρια με πριόνι. Διατρυπούσαν τα παιδιά με τη λόγχη και τα τριγύριζαν στους δρόμους, έτσι καθώς σπαρταρούσαν καρφωμένα, ώσπου να ξεψυχήσουν».
Πολλοί Έλληνες αντιστάθηκαν με πείσμα εξοντώνοντας τούς διώκτες τους. Ό Streit καταγράφει τρία περιστατικά:
Περνώντας ένα πρωί μπροστά από το σπίτι κάποιου πλούσιου Έλληνα ρολογά είδε να είσορμοϋν είκοσι Τούρκοι. Σ' αυτό το σπίτι είχαν καταφύγει έξη νεαροί Έλληνες, οπλισμένοι με πιστόλες και σπαθιά, και κρύφτηκαν. Οι Τούρκοι, άφού γκρέμισαν την πόρτα, άρπαξαν το παιδί από την αγκαλιά της γυναίκας του ρολογά και το πέταξαν στο δρόμο.
«Έπεσε ακριβώς πλάϊ μου και κατατσακίστηκε. Οι έξη Έλληνες, άκούγοντας τούς θρήνους της μάνας, εμψυχώθηκαν. Βγήκαν από τις κρυψώνες τους και ρίχτηκαν πάνω στους Τούρκους. Σκότωσαν μερικούς και κατόρθωσαν να αφοπλίσουν ολόκληρη τη συμμορία. Ξαφνικά ακούγεται ένας τρομακτικός πάταγος και ένα ολόκληρο παράθυρο γκρεμίστηκε στο δρόμο μαζί με ένα κατακομματιασμένο Τούρκο. Ύστερα ρίχτηκαν κάτω και οι υπόλοιποι. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν από τα κατάγματα. Δυο όμως επέζησαν, σύρθηκαν στην άκρη τού δρόμου και κάλεσαν τούς περαστικούς να εκδικηθούν. Σε λίγο συγκεντρώθηκε μια μεγαλύτερη συμμορία και το μακελειό ξανάρχισε. Οι νεαροί Έλληνες ήρωες σκότωσαν άλλους όχτώ Τούρκους πριν θανατωθούν μαζί με το ρολογά και τη γυναίκα του».
Ένας Έλληνας έμπορος, μόλις έγινε εισβολή των Τούρκων στο μαγαζί και το σπίτι του, κατέφυγε με την οικογένεια του στο ανώγειο. Είχε μαζί του δυο βαρέλια μπαρούτη. «Κι' ενώ ανέβαιναν στη σκάλα σαράντα αιμοδιψείς Τούρκοι βάζει φωτιά. Το σπίτι τινάχτηκε στον αέρα».
Ένας φαρμακοποιός θανάτωσε 200 Τούρκους πού πολιορκούσαν το σπίτι του. Δηλητηρίασε με αρσενικό όλα τα κρασοβάρελα πού είχε στο κελλάρι και ύστερα αυτοκτόνησε κόβοντας το λαιμό του με ένα ξουράφι. «Οι Τούρκοι ήπιαν, φαρμακώθηκαν και πέθαναν κουλουριασμένοι σαν τα σκουλήκια μπροστά στο σπίτι».
Οι Εβραίοι δεν έχασαν την ευκαιρία για άγρια κερδοσκοπία. «Γνωρίζω πολλούς, πού για να κρύψουν για λίγο χρονικό διάστημα ένα πλούσιο Έλληνα, πήραν χιλιάδες δουκάτα. Όταν, όμως, ανακοινώθηκε πώς όποιος κρύβει Έλληνα θα τιμωρείται με θάνατο, οι Εβραίοι, αφού απογύμνωναν τούς κατατρεγμένους, τούς πετούσαν έξω από τα σπίτια τους και τούς εγκατέλειπαν στην τύχη τους».
Ό Άγγλος κληρικός θα πραγματοποιήσει και δεύτερο ταξίδι στην Ανατολή στο τέλος του ξεσηκωμού και θα συγκεντρώσει πλούσιο υλικό από τις διάφορες μετακινήσεις του. Το 1828 κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το χρονικό του ταξιδιού του στην Κωνσταντινούπολη και της επιστροφής του στην Αγγλία.
Ό Walsh ήταν ένας ανήσυχος άνθρωπος, περίεργος, επίμονος, ακούραστος, ριψοκίνδυνος. Ανυπομονούσε πάντοτε να βρεθεί στο χώρο των γεγονότων αδιαφορώντας για κόπους και δυσκολίες.
Βρέθηκε στην Πόλη τις μέρες που ξέσπασε ή Επανάσταση. Κι' όταν άρχισε ό μεγάλος κατατρεγμός έβγαινε κάθε μέρα στους δρόμους. Ήταν Εύρωπαίος, φορούσε τα διακριτικά τού κληρικού, συνοδευόταν συνήθως από κάποιο γενίτσαρο της πρεσβείας. 'Αλλά οπωσδήποτε χρειαζόταν γενναιότητα και ψυχική αντοχή γι' αυτές τις εξόδους. Και προπαντός πάθος να δει και να μάθει, να αναζητήσει την αλήθεια.
Κυκλοφορούσε στα σοκάκια της Πόλης δρασκέλιζε τα αποκεφαλισμένα πτώματα, παρακολουθούσε σκηνές συνταρακτικές, σκοτωμούς και βασανισμούς. Είδε τον Γρηγόριο Ε' κρεμασμένο στην πύλη τού πατριαρχείου. Έμαθε πώς έφθασαν στο σεράι του Μαχμουτ Β' στοίβες αφτιά και μύτες Ελλήνων Επαναστατών από το Μωριά. Και έτρεξε να δει τα μακάβρια εκθέματα με τα μάτια του, να βεβαιωθεί. Παρακολούθησε από το παράθυρο τού σπιτιού του τον τουρκικό στόλο να γυρίζει από τις ελληνικές θάλασσες ρυμουλκώντας τα γαλαξιδιώτισσα καράβια που αιχμαλώτισε. Στα άρμπουρα της ναυαρχίδας διακρίνονταν οι κρεμασμένοι Έλληνες. Κατέβηκε στο λιμάνι, μπήκε σε ένα καΐκι, ζύγωσε και έκανε το γύρο των καραβιών προσέχοντας και σημειώνοντας κάθε λεπτομέρεια. Πληροφορήθηκε πως έφεραν το κεφάλι του Αλήπασα στη Πόλη. Ό Walsh ήταν από τους πρώτους πού έφθασε στην αυλή τού σαραγιού για να παρακολουθήσει την επίδειξη. Ύστερα από την καταστροφή της Χίου ταξίδεψε στο νησί για να συγκεντρώσει στοιχεία.
Ό Walsh συνεχίζει την παράδοση των περιηγητών του περασμένου αιώνα. Ενδιαφέρεται για τον καθημερινό βίο, είναι ερευνητικός, καταγράφει ευσυνείδητα ότι βλέπει και ότι ακούει, δείχνει αντικειμενικότητα.
Στην αρχή ήταν αδιάφορος, ψυχρός, ασυγκίνητος μπροστά στην τραγωδία του Ελληνισμού. Εκθέτει τις φρικαλέες σκηνές που ξετυλίγονταν στους δρόμους της Πόλης χωρίς κανένα σχολιασμό. Φανερός ό επηρεασμός του από τη φιλοτουρκική αγγλική πολιτική. Γι' αυτό οι περιγραφές και οι παρατηρήσεις του έχουν αυθεντικότητα, είναι αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες για τον φοβερό κατατρεγμό.
Σιγά-σιγά, ωστόσο, έρχεται ή μεταστροφή. Με τις προσωπικές εμπειρίες του φωτίζεται, προσεγγίζει την Επανάσταση και εκδηλώνει φιλελληνικά αισθήματα. Ας δούμε μια-δυό περιγραφές του:
…. Πήρε ένα γενίτσαρο και ξεκίνησε για το σεράι. «Οι δρόμοι παρουσίαζαν πένθιμη εικόνα. Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι, πού ζωντάνευαν με την εμπορική τους δραστηριότητα την πόλη, είχαν εξαφανισθεί. Κλειστά τα καταστήματα τους. Μόνο Τούρκους, κι' όχι πολλούς, έβλεπες. Περάσαμε στο πτώμα ενός αποκεφαλισμένου. Το αίμα έτρεχε ακόμα από τις φλέβες. Γύρω-γύρω ένα κοπάδι σκυλιά καθισμένα στα πισινά τους. Μερικά είχαν κι' όλας γλείψει το αίμα, κι' όλα μαζί περίμεναν να νυχτώσει για να κατασπαράξουν το πτώμα. Ήταν πεταμένο σε ένα στενό σοκάκι του παζαριού μπροστά σε ένα χασάπικο κι' από πάνω του ακριβώς κρέμονταν κρέατα, έτσι πού νόμιζε κανείς πώς ήταν κομμάτια από το ίδιο το πτώμα. Οι Τούρκοι δρασκέλιζαν αδιάφορα το κουφάρι».
… Έφθασε στην πύλη του σαραγιού και διαπίστωσε την ακρίβεια της πληροφορίας. Παρατηρητικός και νηφάλιος περιγράφει με λεπτομέρειες το ανατριχιαστικό θέαμα: «Στις δυο πλευρές της πύλης υπήρχαν δυο στοίβες, σαν μικρά δεμάτια σανού, από κάθε λογής κομμάτια του προσώπου. Τα αφτιά ήταν τρυπημένα και κρέμονταν από σπάγκους. Μαζί με κάθε μύτη είχαν κόψει επίσης το πάνω χείλος και ένα κομμάτι από το μέτωπο. Μαζί. με τα πηγούνια υπήρχαν το κάτω χείλος καθώς και μακριά, συνήθως, γενειάδα. Σε μερικές περιπτώσεις ήταν πελεκημένο κάθετα ολόκληρο το πρόσωπο και όλα τα χαρακτηριστικά της μορφής παρέμεναν ανέπαφα. Άλλοτε ήταν χωρισμένα κατά κατηγορίες, ανάλογα με τον ακρωτηριασμό. Εκεί έμεναν κρεμασμένα ώσπου, σαπίζοντας εντελώς, έπεφταν στη λάσπη του δρόμου. Οι Τούρκοι περνούσαν πατώντας τα αδιάφοροι. Τα λείψανα των προσώπων, καθώς βρίσκονταν σε αποσύνθεση, κολλούσαν στα παπούτσια των περαστικών. Έτσι έβλεπες τον Τούρκο να βαδίζει με ένα χείλος ή πηγούνι στις παντούφλες του. Και καθώς ξεπετιόνταν τα ανθρώπινα γένεια, νόμιζες πώς τα παπούτσια ήταν φοδραρισμένα με γουναρικά»
….. Άλλα εκείνοι που υπέφεραν πιο πολύ ήταν οι υπάλληλοι και οι ταμίες των έμπορων. Γιατί οι Τούρκοι συνήθιζαν να συλλαμβάνουν τους σαράφηδες των Ελλήνων που έπεφταν σε δυσμένεια και να τούς βασανίζουν για να αποκαλύψουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Αυτή την τύχη είχαν και οι υπάλληλοι πού υπηρετούσαν τους Χιώτες έμπορους της Πόλης. Τα βασανιστήρια γίνονταν μέσα στα τείχη τού σαραγιού, στον λεγόμενο Φούρνο. Εκεί οδηγούσαν, πριν από την Επανάσταση, τούς τραπεζίτες βεζυράδων ή θηλυκών μελών της σουλτανικής οικογένειας, σε περίπτωση που αυτά τα πρόσωπα διατελούσαν υπό κατηγορία. Οι διάφοροι αξιωματούχοι εμπιστεύονταν στους σαράφηδες τα χρήματα τους μυστικά, χωρίς να ζητούν αποδεικτικό στοιχείο, γιατί θα μπορούσε σε ώρα κινδύνου, να πέσει στα χέρια των έχθρων τους. Έτσι ο μόνος τρόπος να ανακαλυφθεί ή περιουσία των αξιωματούχων, πού είχαν εκτελεσθεί ή έκδιωχθεί, ήταν ό βασανισμός του τραπεζίτη τους.
Ό σαράφης έσπευδε να παραδώσει τα χρήματα πού είχε στα χέρια του. Κι' επειδή δεν γίνονταν πιστευτά όσα έλεγε σχετικά με το ποσό, άρχιζαν τα βασανιστήρια. Για να γλυτώσει τη ζωή του έδινε περισσότερα από όσα είχαν κατατεθεί και ολόκληρη ακόμα την περιουσία του.
Στο σημείο αυτό αξίζει να παραθέσω μια ανατριχιαστική παρένθεση που δεν αφορά τον κατατρεγμό και τους σκοτωμούς στην Πόλη και τα παράλια της Μ. Ασίας, αλλά στην γειτονική μας Βλαχοκερασιά:
…Και στη Βλαχοκερασιά της Αρκαδίας οι Τούρκοι θανάτωσαν, όπως ανιστορεί ό αγωνιστής Μιχ. Οικονόμου, κατοίκους μέσα σε αναμμένους φούρνους την Κυριακή του Πάσχα, 10 Απριλίου 1821, υστέρα από αιφνιδιαστική επιδρομή. «Οι δε Τούρκοι, γενόμενοι ούτω κύριοι του χωρίου, έφόνευσαν και τινας γέροντας και παιδιά, ών τινας και εις καιομένους φούρνους έρριψαν (ίσως καιομένους δια τα άρνία του Πάσχα) ή και προς έμπαιγμόν επίτηδες αυτούς άνάψαντες οι Τούρκοι ίνα άντί αμνών αυτοί οι Έλληνες όπτησθώσιν. Κατά τα τέλη Απριλίου, διαβάς ό γράφων έκ του χωρίου εκείνου, έρημου και κατατεφρωμένου όντος, είδε λείψανα ήμικεκαυμένων ανθρώπων εντός φούρνων σωζόμενα» (Ιστορία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο Ιερός των Ελλήνων Άγων, εκδ. Τσουκαλά, τ. Α', σ. 89).
Ό Άγγλος κληρικός συγκέντρωσε από γενίτσαρο της φυλακής του σεραγιού πληροφορίες για τούς βασανισμούς των 36 Ελλήνων έμπορων πού είχαν συλληφθεί υστέρα από τα γεγονότα της Χίου. Ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Είδε να γυμνώνουν εντελώς έναν Έλληνα και να τον κρεμούν ανάποδα. Το αίμα μαζευόταν στο κεφάλι κι ο άνθρωπος πνιγόταν. Σ' αυτή τη θέση τον χτυπούσαν δύο με κοντοράβδια ώσπου τον άφηναν αναίσθητο ή νεκρό.
Έναν άλλο τον κρέμασαν από τα αφτιά σε σιδερένιους γάντζους προσδένοντας στα πόδια του ένα βάρος. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου είχαν τόσο παραμορφωθεί, πού νόμιζες ότι το στόμα του είχε φθάσει στο μέτωπο του.
Είδε να καρφώνουν με ένα εργαλείο βελόνες στις άκρες των δακτύλων κάποιου κρατουμένου, έτσι πού οι αιχμές να βγαίνουν πίσω από τα νύχια του.
Είδε να ξεβιδώνουν με ειδικό εργαλείο την άρθρωση των καρπών και να τη συστρέφουν, έτσι πού το πίσω μέρος του χεριού να παίρνει τη θέση της παλάμης.
Είδε να εφαρμόζουν στο μέτωπο Έλληνα κρατουμένου ένα στεφάνι και να το συμπιέζουν βιδώνοντας το σιγά - σιγά πάνω στα μηνίγγια. Στο τέλος, τα μάτια του θύματος έβγαιναν έξω από τις κόχες.
Είδε να εφαρμόζουν στο κεφάλι ενός Έλληνα πυρακτωμένο μεταλλικό φέσι.
Είδε να ανάβουν το φούρνο της φυλακής και να σπρώχνουν μέσα τα θύματα ώσπου να καψαλιστούν τα μαλλιά και τα γένεια, και το δέρμα να φουσκαλιάσει και να ξεκολλήσει από το κορμί.
Ό Walsh μίλησε και με Έλληνες που έτυχε να επιζήσουν ύστερα από τους φρικαλέους βασανισμούς. Ένας κρατούμενος είχε αλυσοδεθεί στις φυλακές τού Μπάνιου με σιδερένιους χαλκάδες στα σφυρά. Του εξάρθρωσαν τούς καρπούς με βιδολόγους. Το σώμα του είχε τόσο σακατευτεί, που για να μετακινηθεί χρησιμοποιούσε δεκανίκια. Τον βασάνιζαν για να αποκαλύψει τούς πρωταίτιους του ξεσηκωμού.
Έναν άλλο βασανισμένο Έλληνα γνώρισε στο πατριαρχείο. Αφού τον έγδυσαν, του πέρασαν ένα σκοινί γύρω από το στήθος και κάτω από τις μασχάλες και τον κρέμασαν, έτσι πού το σκοινί χάραξε τη σάρκα ώς τα κόκκαλα. Έμεινε εκεί κρεμασμένος τρία μερόνυχτα.
ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΛΟΥΚΩΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΠΛΑΤΕΙΕΣ
ΜΙΑ ΑΠΟ τις πρώτες και σημαντικώτερες προσωπικές μαρτυρίες για τις σφαγές της Πόλης, που είδε το φως στην Ευρώπη, ήταν το χρονικό του Γερμανού Johann Wilhelm August Streit. Νεαρός τεχνίτης ό Streit εργαζόταν στην Κωνσταντινούπολη και βρέθηκε μέσα στη δίνη των αγριοτήτων πού ξέσπασαν μόλις έφθασε ή είδηση για την εισβολή του Υψηλάντη στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
Ό Streit, πού κινδύνεψε πολλές φορές στους μήνες του κατατρεγμού των Ελλήνων, έγραψε ένα χρονικό πού κυκλοφόρησε αρχές τού 1822 στη Λειψία. Είναι μια συγκλονιστική περιγραφή της τραγωδίας τού Ελληνισμού της Πόλης.
Το βιβλίο τού Streit αποτελεί ένα πολύτιμο ντοκουμέντο. Τις φρικαλέες σκηνές πού ιστορεί με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και σχολαστική ακρίβεια δεν τις γνωρίζουμε από άλλη πηγή.
Την πρώτη κιόλας μέρα έγιναν διακόσιες συλλήψεις κορυφαίων Ελλήνων της Πόλης. Πολλοί άπ' αυτούς κακοποιήθηκαν άγρια από το πλήθος καθώς μεταφέρονταν στις φυλακές Κατροσάν. Οι γενίτσαροι, γράφει ό Streit, κατόρθωσαν να κρατήσουν την τάξη στήνοντας δώδεκα κανόνια μπροστά στις φυλακές και διπλασιάζοντας τις φρουρές.
Το άλλο πρωί διαλαλήθηκε σε έξη γλώσσες στους δρόμους κυβερνητική απόφαση πού απαγόρευε να συγκεντρώνωνται και να συνομιλούν περισσότερα από δύο άτομα μαζί. Παραβίαση της διαταγής σήμαινε εκτέλεση επιτόπου. «Ό οθωμανικός όχλος, σε φοβερή έξαψη, ρίχτηκε στα σπίτια των Ελλήνων αρχόντων και άρχισε τη λεηλασία. Βασάνιζαν τους ενοίκους με θηριωδία, έκοβαν μύτες και αφτιά και τούς γκρέμιζαν ύστερα από τα παράθυρα στο δρόμο».
Εκείνο το απόγευμα, πολλές χιλιάδες εργάτες πού δούλευαν στο αγγλικό εργοστάσιο εριουργίας, ξεχύθηκαν, «σα να είχε δοθεί σύνθημα», στους δρόμους και αφόπλισαν μεγάλο αριθμό γενιτσάρων. «Μέσα σε μια ώρα ή απέραντη Κωνσταντινούπολη έγινε θέατρο αιματηρών και φρικαλέων σκηνών». Το πλήθος κατέλαβε τις φυλακές τού Κατροσάν και άρπαξε τούς 186 Έλληνες. Οι Τούρκοι σκότωσαν πολλούς επιτόπου και άλλους «τούς έδεσαν με σκοινιά και τους έσερναν στα καλντερίμια, ώσπου οι σάρκες αποκολλήθηκαν από τα οστά και οι δύστυχοι βρήκαν πικρό θάνατο».
Έδεναν τα πόδια και τα χέρια των Ελλήνων με σκοινιά και τα τραβούσαν από όλες τις μεριές διαμελίζοντας τα. Έκοβαν τα κεφάλια τους, τα κάρφωναν στις αιχμές των σπαθιών και τα τριγύριζαν στους δρόμους θριαμβικά. Μ' όλο πού εκείνο το βράδυ είχε ξεσπάσει σε κάποια ακραία συνοικία μεγάλη πυρκαγιά, πού θα μπορούσε να αφανίσει ολόκληρη την πόλη, κανείς δεν ενοχλήθηκε. Συνέχιζαν όλοι τη σφαγή και τη λεηλασία.
Άναψαν φωτιές σε όλους τούς δρόμους και εκεί βασάνιζαν τους Έλληνες. «Πύρωναν στη φλόγα τα μεταλλικά τμήματα των όπλων και τα έμπηγαν στα ξεγυμνωμένα κορμιά. Τούς έψηναν στα κάρβουνα σιγά-σιγά, πρώτα τα πόδια, υστέρα τα χέρια και ολόκληρο το κορμί ώσπου να ξεψυχήσουν. Περνούσαν πυρακτωμένα σύρματα στη μύτη, έκαιγαν τα βλέφαρα των θυμάτων με πυρωμένα σίδερα».
Το άλλο πρωί είδε πολλούς Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, κρεμασμένους ανάποδα από τα παράθυρα τους. «Τα θύματα σπαρταρούσαν και ούρλιαζαν. Στα οπίσθια πολλών είχαν καρφώσει μαχαίρια και σπαθιά. Κάθε τόσο έκοβαν και ένα κομμάτι σάρκα».
Οι γενίτσαροι, γράφει ό Streit, έδειχναν πώς ήθελαν να αποκαταστήσουν την τάξη. «Προσπαθούσαν να διασκορπίσουν ή να θανατώσουν τις συμμορίες αυτών των βαρβάρων».
Ό όχλος αγρίεψε περισσότερο και όρμησε στο σεραϊ τού σουλτάνου, αδιαφορώντας για τις βολές των πυροβολαρχιών. Στο μεταξύ ελευθερώθηκαν από τις φυλακές όλοι οι εγκληματίες και ξεχύθηκαν στους δρόμους «ουρλιάζοντας από άγρια χαρά».
Θα κινδύνευαν και τα ανάκτορα, γράφει ό Γερμανός αυτόπτης, αν δεν δινόταν εντολή στους γενίτσαρους να μη παρενοχλούν τη σφαγή των Ελλήνων. Οι γενίτσαροι ξαναθηκάρωσαν τα σπαθιά και παρακολουθούσαν αδιάφοροι τις φριχτές σκηνές.
«Εκείνο το πρωινό γύρω στα 4.000 πτώματα και των δύο φύλων, κεφάλια, πόδια, κείτονταν στους δρόμους της Πόλης. Χωρίς να λογαριάσουμε όσους σκοτώθηκαν στα σπίτια τους ή κρεμάστηκαν από τα παράθυρα».
Ό νεαρός Streit παρακολούθησε τη φοβερή σφαγή από το εργαστήριο του αφεντικού του, που βρισκόταν στην πλατεία τού Μουφτή. «Μόνο σ' αυτή την πλατεία μέτρησα γύρω στα 300 πτώματα. Βραβεία ορίζονταν για την επινόηση των πιο φριχτών βασανιστηρίων».
Κάτι μεθυσμένοι Τούρκοι είδαν τον Streit και δύο παραγιούς πού κυττούσαν από το παράθυρο και τούς κάλεσαν να πάρουν μέρος στη σφαγή. Τούς όπλισαν και τούς ανάγκασαν να ενταχθούν σε μια συμμορία. Μπήκαν στο σπίτι ενός πλούσιου Έλληνα κοσμηματοπώλη — το μαγαζί του, πού βρισκόταν στο ισόγειο, ήταν κιόλας καταστραμμένο. Αφού καταλεηλάτησαν το σπίτι ανακάλυψαν στο ανώγειο την οικογένεια: πατέρα, μητέρα, δύο θυγατέρες και μια υπηρέτρια.
«Ή μια κόρη, ένα λεπτό και όμορφο κορίτσι, όταν ένας Τούρκος θέλησε να της επιτεθεί, πήδηξε από το παράθυρο στο κενό. Κατέβασαν την οικογένεια στην πλατεία. Εκεί ξεγύμνωσαν την άλλη κόρη και την υπηρέτρια και έκοψαν πρώτα τούς μαστούς και ύστερα τη μύτη τους. Ό γιός, ένας εύρωστος νέος 24 χρόνων, χύμηξε πάνω στον Τούρκο, τον γρονθοκόπησε στον κρόταφο, άρπαξε το ματωμένο γιαταγάνι από το χέρι του, και με ένα χτύπημα από πάνω προς τα κάτω τού έκοψε τη μύτη έτσι πού έμεινε κρεμασμένη από τα χείλη του. Μέσα σ' ένα λεπτό τον είχαν κιόλας κατακομματιάσει εκατό σπαθιά».
Στο μεταξύ άλλοι Τούρκοι στερέωναν στο χώμα πολλές σιδερένιες σούβλες. Εκεί θα κάθιζαν τα θύματα τους για να παραδώσουν το πνεύμα σφαδάζοντας. Το επεισόδιο με τον "Έλληνα, είχε προκαλέσει γενικό ερεθισμό. Οι σούβλες ήταν ογδόντα περίπου. Γύμνωσαν τούς Έλληνες — γύρω στους 65 νέοι, γέροι, γυναίκες — και τούς κύκλωσαν με ξεθηκαρωμένα σπαθιά, μπροστά στις σούβλες.
Αλλά ήρθε ή νύχτα. Η βασανιστική εκτέλεση αναβαλλόταν. Έστησαν καζάνια πάνω στις φωτιές και ετοίμασαν πόντσι. Μεθούσαν και αλάλαζαν. Κατά τα μεσάνυχτα έφεραν και άλλους Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, ανάμεσα τους και τρία μικρά παιδιά. Τα σούβλισαν με τα σπαθιά και τα έρριξαν ζωντανά στη φωτιά.
Κάθε τόσο τραβούσαν έναν Έλληνα κοντά στις πυρές και τον βασάνιζαν. Κάρφωναν τα αφτιά τους πάνω σε πάγκους, άδειαζαν με. το φτυάρι κάρβουνα στο στόμα, τους, πού το άνοιγαν με ρόπαλα, ξεκολλούσαν με πυρωμένες τανάλιες κομμάτια από τις σάρκες τους.
Το πρωί ή πλατεία κυκλώθηκε από μια ομάδα έφιππων γενιτσάρων. Οι αξιωματικοί ανακοίνωσαν στο πλήθος των βασανιστών ότι δεν είχαν καμμιά πρόθεση να παρεμποδίσουν τη σφαγή των Ρωμιών. Άλλα ό σουλτάνος έδωσε εντολή να ησυχάσει ή πόλη επειδή κινδύνευε από λιμοκτονία. Οι εισαγωγές τροφίμων σταμάτησαν γιατί οι χωριάτες δεν τολμούν να μεταφέρουν τα προϊόντα τους στα παζάρια. Έπειτα, ό μεγάλος αριθμός των σκοτωμένων πού είχαν εγκαταλειφθεί στους δρόμους, απειλούσε την πόλη με επιδημία πανούκλας. Οι αρχηγοί των συμμοριών δέχτηκαν να συμμορφωθούν με τη διαταγή τού σουλτάνου, αξίωσαν όμως να πραγματοποιήσουν το ομαδικό σούβλισμα των κρατουμένων.
Και ό Streit περιγράφει την τρομακτική σκηνή τού μαρτυρίου. Δυο κακούργοι άρπαζαν έναν Έλληνα ή μια Ελληνίδα τούς ανασήκωναν ψηλά και τούς κάθιζαν με δύναμη πάνω στο κοφτερό και μυτερό σιδεροπάλουκο, έτσι που ή αιχμή περνώντας από τα σπλάχνα έφτανε στο στήθος. Παλούκωσαν σαραντατέσσερες. Έτσι καρφωμένοι σπαρταρούσαν σαν τα σκαθάρια πού τα παιδιά διατρυπούν με βελόνα για να διασκεδάσουν. Ένα ουρλιαχτό θανατερής αγωνίας υψωνόταν ώς τον ουρανό. Κρατούσε μια περίπου ώρα, έσβηνε και τα κεφάλια έγερναν στο πλάϊ».
Ακόμα και οι Τουρκάλες συναγωνίζονταν αυτούς τούς φονιάδες σε αγριότητα και απανθρωπιά, γράφει ό Streit. «Δεν είδα ούτε ένα Τούρκο πού το πρόσωπο του να δείχνει συμπόνια. Ακόμα και παιδιά έξη χρόνων ξεθύμαιναν το μίσος τους πάνω στους νεκρούς. Τρυπούσαν με μαχαίρια τούς σκοτωμένους Ελληνες».
Ύστερα άρχισαν να καθαρίζουν τους δρόμους από τα αναρίθμητα πτώματα. «Πολλά ρίχτηκαν σε μεγάλους λάκκους έξω από την πόλη και σκεπάστηκαν με άσβεστη και χώματα, άλλα κάηκαν ή πετάχτηκαν στη θάλασσα».
Στο μεταξύ συνεχίζονταν οι συλλήψεις. Κάθε πρωί πενήντα ως εκατό Έλληνες μεταφέρονταν στον τόπο των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων, έξω από την Κωνσταντινούπολη. «Πολλοί σταυρώνονταν πάνω σε δέντρα. Καρφώνονταν τα χέρια και τα πόδια τους κι' έκεί πέθαιναν από την αιμορραγία και τούς φριχτούς πόνους. Άλλους θανάτωναν χτυπώντας τους με βούρδουλα. Σε πολλούς έκοβαν πόδια και χέρια με πριόνι. Διατρυπούσαν τα παιδιά με τη λόγχη και τα τριγύριζαν στους δρόμους, έτσι καθώς σπαρταρούσαν καρφωμένα, ώσπου να ξεψυχήσουν».
Πολλοί Έλληνες αντιστάθηκαν με πείσμα εξοντώνοντας τούς διώκτες τους. Ό Streit καταγράφει τρία περιστατικά:
Περνώντας ένα πρωί μπροστά από το σπίτι κάποιου πλούσιου Έλληνα ρολογά είδε να είσορμοϋν είκοσι Τούρκοι. Σ' αυτό το σπίτι είχαν καταφύγει έξη νεαροί Έλληνες, οπλισμένοι με πιστόλες και σπαθιά, και κρύφτηκαν. Οι Τούρκοι, άφού γκρέμισαν την πόρτα, άρπαξαν το παιδί από την αγκαλιά της γυναίκας του ρολογά και το πέταξαν στο δρόμο.
«Έπεσε ακριβώς πλάϊ μου και κατατσακίστηκε. Οι έξη Έλληνες, άκούγοντας τούς θρήνους της μάνας, εμψυχώθηκαν. Βγήκαν από τις κρυψώνες τους και ρίχτηκαν πάνω στους Τούρκους. Σκότωσαν μερικούς και κατόρθωσαν να αφοπλίσουν ολόκληρη τη συμμορία. Ξαφνικά ακούγεται ένας τρομακτικός πάταγος και ένα ολόκληρο παράθυρο γκρεμίστηκε στο δρόμο μαζί με ένα κατακομματιασμένο Τούρκο. Ύστερα ρίχτηκαν κάτω και οι υπόλοιποι. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν από τα κατάγματα. Δυο όμως επέζησαν, σύρθηκαν στην άκρη τού δρόμου και κάλεσαν τούς περαστικούς να εκδικηθούν. Σε λίγο συγκεντρώθηκε μια μεγαλύτερη συμμορία και το μακελειό ξανάρχισε. Οι νεαροί Έλληνες ήρωες σκότωσαν άλλους όχτώ Τούρκους πριν θανατωθούν μαζί με το ρολογά και τη γυναίκα του».
Ένας Έλληνας έμπορος, μόλις έγινε εισβολή των Τούρκων στο μαγαζί και το σπίτι του, κατέφυγε με την οικογένεια του στο ανώγειο. Είχε μαζί του δυο βαρέλια μπαρούτη. «Κι' ενώ ανέβαιναν στη σκάλα σαράντα αιμοδιψείς Τούρκοι βάζει φωτιά. Το σπίτι τινάχτηκε στον αέρα».
Ένας φαρμακοποιός θανάτωσε 200 Τούρκους πού πολιορκούσαν το σπίτι του. Δηλητηρίασε με αρσενικό όλα τα κρασοβάρελα πού είχε στο κελλάρι και ύστερα αυτοκτόνησε κόβοντας το λαιμό του με ένα ξουράφι. «Οι Τούρκοι ήπιαν, φαρμακώθηκαν και πέθαναν κουλουριασμένοι σαν τα σκουλήκια μπροστά στο σπίτι».
Οι Εβραίοι δεν έχασαν την ευκαιρία για άγρια κερδοσκοπία. «Γνωρίζω πολλούς, πού για να κρύψουν για λίγο χρονικό διάστημα ένα πλούσιο Έλληνα, πήραν χιλιάδες δουκάτα. Όταν, όμως, ανακοινώθηκε πώς όποιος κρύβει Έλληνα θα τιμωρείται με θάνατο, οι Εβραίοι, αφού απογύμνωναν τούς κατατρεγμένους, τούς πετούσαν έξω από τα σπίτια τους και τούς εγκατέλειπαν στην τύχη τους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου